- υμενολεπίαση
- η, Νιατρ. παρασίτωση τού εντερικού σωλήνα τού ανθρώπου, οφειλόμενη στους πλατυέλμινθες, κν. ταινίες, Hymenolepis diminuta και Himenolepis nana.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υμενολεπίς — ίδος, η, Ν ζωολ. γένος μικροσκοπικών κεστωδών πλατυελμίνθων, τού οποίου ορισμένα είδη παρασιτούν στον εντερικό σωλήνα τού ανθρώπου, προκαλώντας τη νόσο υμενολεπίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hymenolepis (< υμένας + λεπίς)] … Dictionary of Greek